- ἐπωδίνω
- ἐπωδίνω [pron. full] [ῑ],A suffer birth-pangs, metaph.,
ἐπωδίνουσι μέριμναι Archyt.
Amph.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπωδίνουσι μέριμναι Archyt.
Amph.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επωδίνω — ἐπωδίνω (AM) νιώθω τους πόνους τού τοκετού μσν. αισθάνομαι δυσαρέσκεια («φθόνος ὁ τοῑς ἀγαθοῑς ἀεὶ ἐπωδίνων», Ισίδ. Πηλ.) … Dictionary of Greek